Τα τελευταία χρόνια ακούμε για τον νέο ιό της γρίπης Η1Ν1 ο οποίος προκαλεί λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος. Ο Η1Ν1 είναι ένας υπότυπος του ιού της γρίπης τύπου Α, στο γονιδίωμα του οποίου περιέχονται γονίδια από τον ιό της γρίπης των χοίρων, των πτηνών και των ανθρώπων.
Δε θα πρέπει να συγχέουμε το κοινό κρυολόγημα με τη γρίπη. Παρόλο που και οι δύο είναι ιώσεις του αναπνευστικού με παρόμοια συμπτώματα, εκείνα της γρίπης είναι πιο έντονα, εμφανίζονται πολύ πιο γρήγορα και έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Στους ασθενείς με κοινό κρυολόγημα συνήθως απουσιάζει ο πυρετός ή, αν υπάρχει, δεν είναι υψηλός, ενώ εμφανίζονται ρινικά συμπτώματα και πόνος στο λαιμό. Τα άτομα που έχουν προσβληθεί με τον ιό της γρίπης εμφανίζουν υψηλό πυρετό, μεγαλύτερη καταβολή δυνάμεων, έντονο πονοκέφαλο και μυϊκούς πόνους.
Τα παιδιά είναι δυνατόν να εμφανίσουν και μη ειδικά συμπτώματα όπως εμέτους ή διάρροια τα οποία πολύ σπάνια εμφανίζονται στους ενήλικες.
Στις περισσότερες περιπτώσεις τα συμπτώματα υποχωρούν μέσα σε λίγες ημέρες. Εντούτις, ενδέχεται να προκληθούν ορισμένες επιπλοκές στην υγεία των ατόμων που νοσούν. Από το αναπνευστικό σύστημα οι συχνότερες και σοβαρότερες εξ αυτών είναι η πρωτοπαθής γριπώδης πνευμονία, η συνδυασμένη πνευμονία -ιογενής και μικροβιακή- και η μεταγριπική μικροβιακή πνευμονία. Επιπλοκές μπορεί να εμφανιστούν και στο καρδιοαγγειακό σύστημα (μυοκαρδίτιδα, περικαρδίτιδα), το Κ.Ν.Σ. (εγκεφαλίτιδα, δευτεροπαθής μικροβιακή μηνιγγίτιδα).
Ο ιός της γρίπης μπορεί να προσβάλλει όλες τις ηλικιακές ομάδες. Ωστόσο, τον υψηλότερο κίνδυνο για σοβαρή νόσηση και εμφάνιση επιπλοκών διατρέχουν συγκεκριμένα:
- Άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών.
- Εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας (ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και λοιποί εργαζόμενοι)
- Παιδιά και ενήλικες με χρόνια νοσήματα όπως άσθμα, χρόνιες πνευμονοπάθειες, καρδιακή νόσο, σακχαρώδη διαβήτη κ.α.
- Έγκυες γυναίκες
- Παιδιά που παίρνουν ασπιρίνη μακροχρόνια
- Ανοσοκατεσταλμένα άτομα
Ο ιός της γρίπης μεταδίδεται μέσω των σταγονιδίων που παράγονται από το φτέρνισμα, το βήχα ή την ομιλία από ένα μολυσμένο άτομο σε ένα άτομο που δε νοσεί. Ένα υγιές άτομο μπορεί επίσης να μολυνθεί από τον ιό εάν οι βλεννογόνοι του στόματος ή της μύτης έρθουν σε επαφή με μολυσμένα από τον ιό χέρια ή αντικείμενα.
Η μετάδοση του ιού από ένα μολυσμένο άτομο είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μία ημέρα πριν την εκδήλωση των συμπτωμάτων έως και μία εβδομάδα μετά.
Η τήρηση των κανόνων υγιεινής, όπως το συχνό πλύσιμο χεριών, και ο σωστός αερισμός των κλειστών χώρων θα μας προφυλάξουν σε μεγάλο βαθμό από το να μολυνθούμε. Η υγιεινή διατροφή πλούσια σε βιταμίνες θα μας βοηθήσει να ενισχύσουμε το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Κυρίως όμως η προφύλαξη από τη γρίπη γίνεται με τη χορήγηση εμβολίου δύο τουλάχιστον μήνες πριν από την περίοδο εμφάνισης γρίπης στην περιοχή. Για τη χώρα μας συνιστάται εμβολιασμός τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο. Το εμβόλιο περιέχει αντιπροσωπευτικά στελέχη των υποτύπων των ιών Α (Η1Ν1) και (Η3Ν2) και ένα ή δύο στελέχη Β. Η σύνθεση του καθορίζεται κάθε χρόνο από τον Π.Ο.Υ. Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων αυτών είναι τόσο μεγαλύτερη όσο οι ιοί που περιέχονται σε αυτά είναι συγγενέστεροι εκείνων που θα προκαλέσουν νόσο στη συγκεκριμένη περίοδο.
Η κλινική διάγνωση της γρίπης δεν είναι δυνατή επειδή τα συμπτώματα της νόσου είναι παρόμοια με πολλές ιογενείς αναπνευστικές λοιμώξεις. Η εργαστηριακή επιβεβαίωση της νόσου επιτυγχάνεται με αντιγονική και μοριακή ανίχνευση του ιού. Η ανίχνευση αντιγόνου του ιού της γρίπης γίνεται εύκολα με ένα γρήγορο τεστ ανοσοχρωματογραφίας λαμβάνοντας δείγμα ρινικού ή φαρυγγικού επιχρίσματος. Εντούτοις, ένα θετικό τεστ ανοσοχρωματοραφίας αν και θα μας γνωστοποιήσει εάν έχουμε προσβληθεί από τον ιό της γρίπης και από ποιον τύπο (τύπο Α ή τύπο Β) δε θα προσδιορίσει τον υπότυπο της γρίπης (πχ Η1Ν1, Η3Ν2, κ.α.).
Ο προσδιορισμός του υποτύπου Η1Ν1 γίνεται με μοριακές μεθόδους (RT-PCR μετά από αντίστροφη μεταγραφή των γονιδίων M και H). Με τη μέθοδο αυτή γίνεται τυποποίηση του ιού H1N1 βάσει ορισμένων διαφορών στο γονιδίωμα των διάφορων τύπων του ιού.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να προστατευθεί κανείς από τη γρίπη είναι ο έγκαιρος εμβολιασμός, ο οποίος συστήνεται να γίνεται κατά τους μήνες Οκτώβριο – Νοέμβριο, κάθε χρόνο, αλλά μπορεί να συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου γρίπης.
Με βάση τα δεδομένα των τελευταίων περιόδων εποχικής γρίπης στη χώρα μας, φαίνεται ότι η επιδημιολογία του νοσήματος, μετά την πανδημία του 2009, έχει πλέον αποκτήσει τα χαρακτηριστικά της συνήθους εποχικής έξαρσης, και ειδικότερα η δραστηριότητα της εποχικής γρίπης αρχίζει να αυξάνεται τον Ιανουάριο ενώ η κορύφωση της δραστηριότητας συμβαίνει κατά τους μήνες Φεβρουάριο-Μάρτιο.