Καρκινικοί δείκτες

Κακοήθης όγκος-καρκίνος

Ως όγκο, ορίζουμε μια μάζα κυττάρων, τα οποία  πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Οι κακοήθεις όγκοι εισβάλλουν στους γειτονικούς ιστούς και τους καταστρέφουν καθώς επίσης έχουν την ικανότητα να μεταναστεύουν σε άλλα μέρη του σώματος.

Ο καρκίνος οφείλεται σε γενετική βλάβη η οποία μεταβάλλει την έκφραση ορισμένων γονιδίων:

  • Ογκογονιδία: Γονίδια που κωδικοποιούν πρωτεΐνες οι οποίες συμμετέχουν στην αύξηση και τη διαίρεση των κυττάρων. Αν η γενετική βλάβη προκαλέσει υπερέκφραση αυτών των γονιδίων, τα κύτταρα θα αρχίσουν να αυξάνονται και  να πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα.
  • Ογκοκατασταλτικά γονίδια: Κωδικοποιούν πρωτεΐνες οι οποίες καταστέλλουν τον πολλαπλασιασμό καρκινικών κυττάρων. Μεταλλάξεις που προκαλούν  καταστολή της έκφρασης των ογκοκατασταλτικών γονιδίων οδηγούν στη ταχύτερη ανάπτυξη του όγκου.
  • Γονίδια που κωδικοποιούν επιδιορθωτικά ένζυμα. Τα επιδιορθωτικά ένζυμα έχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν και να επιδιορθώνουν βλάβες στο DNA. Έτσι, μεταλλάξεις σε αυτά τα γονίδια προκαλούν αποδυνάμωση του επιδιορθωτικού μηχανισμού του κυττάρου.

 

Καρκινικοί δείκτες

Καρκινικοί δείκτες είναι ουσίες που παράγονται από τα καρκινικά κύτταρα ή από άλλους ιστούς σε απάντηση της παρουσίας καρκίνου. Μπορεί να είναι πρωτεΐνες και ένζυμα που παράγονται από τα καρκινικά κύτταρα, αυξητικοί παράγοντες, ορμόνες, προϊόντα των μεταβολικών διεργασιών τους, ογκογονίδια κ.α.  Ανιχνεύονται με ανοσοϊστοχημικές και μοριακές μεθόδους στο αίμα και σε άλλα βιολογικά υγρά και ιστούς. Οι καρκινικοί δείκτες βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα σε ασθενείς με καρκίνο.

 

Χρησιμότητα των καρκινικών δεικτών

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε, ότι η εξέταση ανίχνευσης καρκινικών δεικτών σε βιολογικά υγρά, είναι δοκιμασία διαλογής και όχι διαγωστική εξέταση.

Η εξέταση αυτή χρησιμεύει στις εξής περιπτώσεις:

  • Είναι ο πρώτος έλεγχος που γίνεται όταν υπάρχει υποψία για καρκίνο.
  • Κατά τη διάρκεια θεραπείας ενός ασθενή με καρκίνο, ελέγχονται τα επίπεδα των καρκινικών δεικτών για να εκτιμηθεί η ανταπόκριση του ασθενούς στη θεραπεία και η πορεία της νόσου.
  • Μετά την καταπολέμηση του καρκίνου, τα επίπεδα καρκινικών δεικτών ελέγχονται συστηματικά για τυχόν υποτροπή του ασθενούς.

 

Κατηγορίες καρκινικών δεικτών

Οι καρκινικοί δείκτες χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:

  • Καρκινικοί δείκτες που παράγονται είτε από καρκινικά κύτταρα, είτε από φυσιολογικά. Δεν είναι αντιγόνα ειδικά των κακοήθων όγκων αλλά σχετίζονται με αυτούς.
  • Καρκινικοί δείκτες που παράγονται από καρκινικά κύτταρα και βρίσκονται σε ορισμένους τύπους καρκίνου.
  • Καρκινικοί δείκτες που παράγονται μόνο από καρκινικά κύτταρα, είναι ειδικοί για τον κάθε τύπο καρκίνου και δεν ανιχνεύονται σε άλλους τύπους.

 

Συχνά χρησιμοποιούμενοι καρκινικοί δείκτες

CA125

Το CA-125 είναι μία διαμεμβρανική γλυκοπρωτεΐνη η οποία παράγεται από τα επιθηλιακά κύτταρα του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος. Ο καρκίνος των ωοθηκών προκαλεί αύξηση των επιπέδων του καρκινικού δείκτη CA125. Το CA-125 χρησιμοποιείται ως δείκτης αποτελεσματικότητας της θεραπείας και ως δείκτης πιθανής υποτροπής του ασθενούς. Η συγκέντρωση του  CA 125 μπορεί επίσης να είναι αυξημένη στον ορό ασθενών με καρκίνο στον τράχηλο, στο πάγκρεας, στο ήπαρ, στο έντερο, στους πνεύμονες κ.α. Αύξηση του CA125 παρατηρείται επίσης σε περίπτωση ενδομητρίωσης, ιδίως προχωρημένου σταδίου. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η συγκέντρωση του CA125 αυξάνεται ελαφρά κατά την ωορρηξία και σημαντικά κατά την έμμηνο ρήση. Σημαντική αύξηση του παρατηρείται επίσης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

 

PSA (Prostate-specific antigen)

Το ειδικό προστατικό αντιγόνο είναι μια  πρωτεάση της σερίνης η οποία παράγεται από τα επιθηλιακά κύτταρα του προστάτη και συμβάλλει στη ρευστοποίηση του σπέρματος. Ανιχνεύεται σε χαμηλή συγκέντρωση στον ορό των ενήλικων ανδρών. Αυξημένες τιμές PSA (>4ng/ml) μπορεί να υποδηλώνουν καρκίνο του προστάτη, καλοήθη προστατική υπερπλασία ή ακόμη και προστατίτιδα. Αύξηση του PSA παρατηρείται επίσης μετά από χειρουργικό χειρισμό, κυστεοσκόπηση ή μάλαξη του προστατικού αδένα.

Τιμές κάτω από 2-3 ng/ml θεωρούνται αποδεκτές. Οι τιμές αυτές αυξάνουν με την ηλικία. Αυξημένη τιμή PSA σημαίνει αυξημένη πιθανότητα για Ca προστάτη, δηλαδή χαμηλή τιμή δεν αποκλείει κακοήθεια.

Για τιμές PSA 2-10ng/ml (γκρίζα ζώνη) συχνά υπολογίζεται ο λόγος fpsa/total PSA. Όταν ο λόγος αυτός είναι χαμηλός ενισχύονται οι πιθανότητες κακοήθειας.

 

PAP (Prostatic-acid phosphatase)

Η όξινη φωσφατάση είναι ένα ενδοκυττάριο ένζυμο που ανευρίσκεται σε πολλούς ιστούς με μεγάλη συγκέντρωση στον προστάτη. Υπάρχουν 4 ισοένζυμα. Υψηλά επίπεδα όξινης προστατικής φωσφατάσης ανιχνεύονται σε περιπτώσεις καρκίνου του προστάτη αλλά και σε προστατίτιδα. Επίσης σε Ca μαστού με μεταστάσεις σε οστά, νόσο Paget, οστεοπόρωση αλλά και σε κολπικό έκπλυμα για επιβεβαίωση βιασμού. Μελέτες έχουν δείξει ότι αύξηση της όξινης φωσφατάσης παρατηρείται επίσης σε περιπτώσεις καρκίνου όρχεων, λευχαιμία ή λέμφωμα non-Hodgkin’s.

 

CEA (καρκινοεμβρυικό αντιγόνο)

Το καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο είναι μία γλυκοπρωτεΐνη η οποία βρίσκεται σε μεγάλες συγκεντρώσεις στα έμβρυα και συμβάλλει στη σύνδεση των κυττάρων μεταξύ τους. Μετά τη γέννηση, οι τιμές του μειώνονται. Έτσι, η συγκέντρωσή του στο αίμα υγιών ενηλίκων είναι πολύ χαμηλή. Το CEA υπάρχει στο έντερο, το πάγκρεας και το ήπαρ. Στους ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου, η συγκέντρωσή του αυξάνεται. Το καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο μπορεί επίσης να αυξηθεί και σε άλλους τύπους  καρκίνου (στομάχου, παγκρέατος, μαστού, πνεύμονα κ.α.). Το CEA χρησιμοποιείται μετεγχειρητικά ως δείκτης υποτροπής κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αλλά ελάττωσή του δε σημαίνει απαραίτητα ανταπόκριση στη θεραπεία.

 

AFP (άλφα φετοπρωτεΐνη)

Η άλφα φετοπρωτεΐνη είναι ένα ογκοεμβρυικό αντιγόνο. Παράγεται από το έμβρυο και επομένως είναι αυξημένη στο αίμα της εγκύου κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης. Φυσιολογικά δεν ανιχνεύεται στο αίμα υγιών ατόμων. Υψηλά επίπεδα AFP υποδηλώνουν κακοήθεια στο ήπαρ, στις ωοθήκες ή στους όρχεις. Δεν είναι ειδικός δείκτης. Αύξησή του υπάρχει επίσης σε περίπτωση τρισωμίας του εμβρύου.

 

HCG (χοριακή γοναδοτροπίνη)

Η χοριακή γοναδοτροπίνη είναι μια γλυκοπρωτεΐνη που εκκρίνεται από τον πλακούντα κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης. Εάν δεν υπάρχει εγκυμοσύνη, ανίχνευση της χοριακής γοναδοτροπίνης μπορεί να υποδηλώνει καρκίνο στους όρχεις, χοριοκαρκίνωμα, στις ωοθήκες, στο ήπαρ, στο στομάχι, στους νεφρούς, στους πνεύμονες  ή στο πάγκρεας, σάρκωμα, μελάνωμα ή ακόμη μύλη κύηση.

 

CA 27-29

Το CA 27-29 επίτοπος της πρωτεΐνης MUC1 η οποία είναι μία διαμεμβρανική πρωτεΐνη επιθηλιακών κυττάρων. Η πρόσδεση του εξωκυτταρικού της τομέα με ολιγοσακχαρίτες, προστατεύει τα κύτταρα από εισβολή μικροοργανισμών.  Υπερέκφραση αυτής της MUC1 έχει συσχετισθεί με τον καρκίνο του στήθους καθώς επίσης και με άλλα καρκινώματα καθώς η πρόσδεσή της με ολιγοσακχαρίτες προκαλεί τη συγκέντρωση αυξητικών παραγόντων κοντά στην επιφάνεια των επιθηλιακών κυττάρων, οι οποίοι στη συνέχεια προσδένονται στους υποδοχείς τους και προκαλούν αύξηση των κυττάρων. Επιπροσθέτως, η πρωτεΐνη MUC1 παρεμποδίζει τη δράση των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος στα καρκινικά κύτταρα.

Η ανίχνευση της πρωτεΐνης MUC1 γίνεται με αντισώματα ειδικά για τον επίτοπo CA 27-29. Η εξέταση του CA 27-29 χρησιμοποιείται για παρακολούθηση ασθενών με μεταστατικό καρκίνο στο στήθος.

 

CA 15-3

Το CA 15-3 σχετίζεται με  κακοήθεια στις ωοθήκες, στον πνεύμονα και στον προστάτη. Επίσης, χρησιμοποιείται σαν δείκτης της αποτελεσματικότητας της θεραπείας σε ασθενείς με καρκίνο στο στήθος, διότι όπως και το CA 27-29, το CA 15-3  είναι επίσης επίτοπος της MUC1. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού ενδέχεται επίσης να αυξηθεί η συγκέντρωσή του στο αίμα.

 

CA 19-9

Σε ασθενείς με καρκίνο στο πάγκρεας, στο έντερο, στη χολή και στο στομάχι, οι τιμές του CA 19-9 είναι αυξημένες. Επίσης, σχετίζεται και με άλλες διαταραχές όπως για παράδειγμα NSE (ειδική νευρωνική ενολάση)

Η ειδική νευρωνική ενολάση είναι ένζυμο που μετατρέπει το 2-φωσφογλυκερινικό οξύ σε φωσφο-ενολο-πυροσταφυλικό οξύ. Η NSE εκφράζεται σε νευροενδοκρινικής προέλευσης καρκινώματα και έχει συσχετισθεί με νευροενδοκρινικούς όγκους, με τον μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα καθώς και με άλλους πιο σπάνιους όγκους. Η εξέταση ανίχνευσης NSE χρησιμοποιείται για την διάγνωση και παρακολούθηση ασθενών με νευροβλάστωμα και μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα.

 

CYFRA 21-1

Οι κυτοκερατίνες είναι δομικές πρωτεΐνες του κυτταροσκελετού των επιθηλιακών κυττάρων. Το CYFRA 21-1 είναι τμήμα της κυτοκερατίνης  19 το οποίο βρίσκεται αυξημένο σε καρκινοπαθείς, και ειδικά σε ασθενείς με βρογχικό καρκίνο. Είναι δείκτης με μεγάλη ευαισθησία στον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα και  χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της πορείας και τον έλεγχο υποτροπής των  ασθενών με αυτόν τον τύπο καρκίνου.

 

Θυρεοσφαιρίνη (TG)

H θυρεοσφαιρίνη είναι μία πρωτεϊνη που συντίθεται από τα θυλακιώδη κύτταρα του θυρεοειδούς και αποτελεί πρόδρομη ουσία για τη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών Τ3 και Τ4. Η μέτρηση των επιπέδων της θυρεοσφαιρίνης χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της θεραπείας σε ασθενείς με καρκίνο θυρεοειδούς και ως δείκτης υποτροπής σε ασθενείς με ολική θυρεοειδεκτομή.

 

Καλσιτονίνη

Η καλσιτονίνη είναι μία ορμόνη που παράγεται από τα παραθυλακιώδη κύτταρα του θυρεοειδούς και ο κύριος ρόλος είναι η ρύθμιση των επιπέδων ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα. Ο προσδιορισμός της καλσιτονίνης στο αίμα χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις παρουσίας ‘’ύποπτου’’ όζου στο θυρεοειδή αδένα καθώς επίσης και για την παρακολούθηση ασθενών με μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς για την εκτίμηση της πορείας της νόσου, την ανταπόκριση τους στη θεραπεία και τον έλεγχο υποτροπής. χολολιθίαση, χολόσταση, παγκρεατίτιδα, κίρρωση του ήπατος κ.α.

 

 

Η διάνγωση των νεοπλασιών επιχειρείται σήμερα και μέσω της ανίχνεύσης ογκογονιδίων (ACP, DPC4, NF1, NF2, MTS1, rb, p53. K-ras, N-ras, C, N, L-Myc k.lp.) ή του προσδιορισμού ανυπαρξίας ογκογονιδίων. Ακόμη και σε φυσιολογικές καταστάσεις μπορεί να ανιχνευθούν στον οργανισμό χημικές ουσίες που χαρακτηρίζονται ως καρκινικοί δείκτες. Είναι όμως σε πυκνότητες μη παθογνωμονικές, τις οποίες οφείλουμε να γνωρίζουμε.

Μερικοί δείκτες είναι ειδικοί για έναν τύπο καρκίνου(π.χ. PSA). Άλλοι εμφανίζονται σε περισσότερους τύπους καρκίνων (π.χ. CEA). Καλά μελετημένοι δείκτες υπάρχουν. Ερευνώνται όμως αρκετοί άλλοι, που δεν πρέπει ν’ αξιολογούνται αν δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία.

Μετά την εγχείρηση ή την ακτινοθεραπεία πρέπει να παρακολουθείται ο ίδιος καρκινικός δείκτης, εκείνος που προ της θεραπείας είχε βρεθεί αυξημένος. Ποτέ δεν πρέπει να βασιζόμαστε σε ένα μεμονωμένο αποτέλεσμα. Αυξημένος δείκτης δε σημαίνει πάντα καρκίνο.  Ύστερα από θεραπεία, που βασίζεται σε κυτταρική λύση όπως η κρυοπηξία, ο δείκτης -που είχε μελετηθεί και προ θεραπείας- μπορεί να σημειώσει απότομη αύξηση η οποία οφείλεται καθαρά στην κυτταρική λύση. Αντιθέτως, αν η θεραπεία δεν δικαιολογεί λύση κυττάρων, όπως σε περίπτωση χειρουργικής αφαίρεσης του όγκου, η παραμονή υψηλών επιπέδων καρκινικού δείκτη  προ και μετά θεραπείας σημαίνει αποτυχία της θεραπευτικής επέμβασης.

Ο παραπέμπων ιατρός πρέπει να γνωρίζει το χρόνο ημίσειας ζωής του δείκτη, πώς ο δείκτης μεταβολίζεται ή αποβάλλεται καθώς επίσης την ευαισθησία και την εξειδίκευση του κάθε δείκτη. Από τα ανωτέρω συμπεραίνεται ότι ο έλεγχος των καρκινικών δεικτών πρέπει να γίνεται κατόπιν υπόδειξης του θεράποντος ιατρού σας και μόνο και εντός του χρονικού διαστήματος που ο ίδιος ορίζει. Ο έλεγχος επιπέδων των καρκινικών δεικτών δε θεωρείται σε καμία περίπτωση εξέταση ρουτίνας.