Ο μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος (Non-Invasive Prenatal Test, NIPT) είναι μία καινοτόμος εξέταση που πραγματοποιείται μετά τη 10η εβδομάδα της κύησης και το δείγμα που λαμβάνεται για την εξέταση είναι 10ml φλεβικού αίματος από τη μητέρα. Σε αυτή την εξέταση γίνεται εκτίμηση του κινδύνου ύπαρξης ορισμένων συχνά εμφανιζόμενων χρωμοσωμικών ανωμαλιών στο έμβρυο, εύκολα και με μεγάλη ακρίβεια. Το NIPT μπορεί να ανιχνεύσει :
- Τρισωμία 21 – Σύνδρομο Down
- Τρισωμία 13 – Σύνδρομο Patau
- Τρισωμία 18 – Σύνδρομο Edwards
- Μονοσωμία φυλετικών χρωμοσωμάτων Χ0- Σύνδρομο Turner
- Τρισωμία φυλετικών χρωμοσωμάτων ΧΧΥ – Σύνδρομο Kleinefelter
- Το φύλο του εμβρύου
Ισχύουσα μέθοδος μη επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου
Ο έλεγχος που πραγματοποιείται εδώ και αρκετά χρόνια για την εκτίμηση του κινδύνου εμφάνισης συνδρόμου Down, καρδιαγγειακών δυσλειτουργιών ή κάποιων άλλων λιγότερο συχνών γενετικών συνδρόμων περιλαμβάνει συνδυασμό εξετάσεων (αυχενική διαφάνεια, β χοριακή γοναδοτροπίνη, PAPP-A) και σε κάθε περίπτωση συνεκτιμάται η ηλικία της μητέρας.
Οι εξετάσεις αυτές πραγματοποιούνται την 11η-14η εβδομάδα της κύησης. Δεν είναι διαγνωστική μέθοδος αλλά γίνεται εκτίμηση της πιθανότητας το έμβρυο να εμφανίσει ανευπλοειδία. Η ευαισθησία αυτής της μεθόδου σχετικά με την ύπαρξη ανευπλοειδίας είναι 95% αλλά η ειδικότητά της είναι πολύ χαμηλή και το ποσοστό των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων είναι πολύ μεγάλο.
Μη Επεμβατικός Προγεννητικός έλεγχος νέας γενιάς (NIPT)
Έρευνες έχουν δείξει ότι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, εμβρυϊκό DNA ανιχνεύεται στο αίμα της μητέρας. Αυτό συμβαίνει διότι μετά την απόπτωση εμβρυϊκών κυττάρων, το DNA που υπήρχε σε αυτά τα κύτταρα απελευθερώνεται και κυκλοφορεί στο αίμα της εγκύου μέσω του πλακούντα. Το DNA αυτών των κυττάρων είναι ίδιο με το εμβρυϊκό DNA, αφού προέρχεται από το ίδιο κύτταρο. Η ποσότητα του εμβρυϊκού DNA στο πλάσμα της εγκύου είναι περίπου 1μg σε 20ml αίματος. Επειδή είναι δύσκολο να απομονωθεί μόνο το εμβρυϊκό DNA, απομονώνεται το συνολικό ελεύθερο DNA (μητρικό και εμβρυϊκό). Στη συνέχεια γίνεται αλληλούχιση και ποσοτικοποίηση μικρών τμημάτων του συνολικού ελεύθερου DNA που υπάρχει στο δείγμα αίματος της εγκύου και οι αλληλουχίες κατατάσσονται ανάλογα με την προέλευσή τους (μητρική ή πατρική) και ανάλογα με το χρωμόσωμα στο οποίο ανήκουν. Τέλος συγκρίνονται οι αναλογίες που υπάρχουν στο δείγμα σε σχέση με τις αναμενόμενες αναλογίες. Έτσι για παράδειγμα, εάν το κλάσμα του χρωμοσώματος 21 σε ένα δείγμα υπολογισθεί μεγαλύτερο από το αναμενόμενο, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα επιπλέον αντίγραφο αυτού του χρωμοσώματος το οποίο αύξησε το ποσοστό και επομένως στο εμβρυϊκό DNA υπάρχει τρισωμία 21.
NIPT και αυχενική διαφάνεια
Η νέα εξέταση (NIPT) ύπαρξης ανευπλοειδίας στο έμβρυο, έχει ευαισθησία 99% για την τρισωμία 21. Επίσης ελέγχει και για άλλες τρισωμίες (13, 18, Χ, Υ) με ευαισθησία μεγαλύτερη από 95%. Η ειδικότητα αυτής της μεθόδου ξεπερνάει το 99% και για τις τρεις αυτές τρισωμίες. Αυτό σημαίνει ότι πάνω από 99% των αρνητικών αποτελεσμάτων είναι στην πραγματικότητα αρνητικά. Σημαντικό επίσης είναι ότι αυτή η μέθοδος έχει πολύ χαμηλό ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων (0.06%).
Συνοπτικά λοιπόν, παρόλο που και οι δυο μέθοδοι μη επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου έχουν μεγάλη ευαισθησία, η NIPT έχει μεγαλύτερη θετική προγνωστική αξία διότι το ποσοστό των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων είναι πολύ μικρότερο (0,06%) συγκριτικά με την παλαιότερη μέθοδο (αυχενική διαφάνεια, PAPP-A τεστ, βhCG).
Σε αρκετές περιπτώσεις τα ζευγάρια με θετικά αποτελέσματα στην αυχενική διαφάνεια μπαίνουν σε διαδικασία επεμβατικού ελέγχου (αμνιοπαρακέντηση ή λήψη τροφοβλάστης), χωρίς να συντρέχει λόγος. Με την νέα εξέταση NIPT, λοιπόν, το ζευγάρι μπορεί να αξιολογήσει καλύτερα τον κίνδυνο εμβρυϊκής ανευπλοειδίας και να αποφασίσει αν θα πρέπει να συνεχίσει τον έλεγχο, με επεμβατικές μεθοδους, με τις οποίες υπάρχει 1% πιθανότητα αποβολής του εμβρύου.
Λόγω του ότι το NIPT είναι μια μέθοδος πρόβλεψης και όχι διάγνωσης, θετικά αποτελέσματα του NIPT, πρέπει να ακολουθούνται από περαιτέρω έλεγχο, με επεμβατικές μεθόδους και καρυοτυπική ανάλυση, έτσι ώστε να επιβεβαιωθεί το θετικό αποτέλεσμα.
Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί, ότι αν και η NIPT είναι μη επεμβατική μέθοδος αξιολόγησης του κινδύνου ανευπλοειδίας με την υψηλότερη έως τώρα ευαισθησία και προγνωστική αξία, εντούτοις, η αυχενική διαφάνεια δίνει συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με διάφορες καρδιαγγειακές δυσλειτουργίες, για ορισμένες γενετικές ανωμαλίες, την ακριβή εβδομάδα κύησης κ.α.
Για αυτό το λόγο, δεν μπορεί η μία εξέταση να αντικαταστήσει την άλλη. Ο προγεννητικός έλεγχος μπορεί να περιλαμβάνει εφαρμογή και των δύο αυτών μη επεμβατικών μεθόδων έτσι ώστε οι πληροφορίες που μπορεί να δώσει η μία εξέταση να συμπληρώνουν τις πληροφορίες που δίνει η άλλη.
Η εξέταση νέας τεχνολογίας (NIPT) που στηρίζεται στην ανίχνευση εμβρυϊκού DNA στο αίμα της μητέρας, συνιστάται στις εξής περιπτώσεις:
- Γυναίκες που επιθυμούν να κάνουν συμπληρωματικό προγεννητικό έλεγχο, με την προϋπόθεση ότι βρίσκονται μετά τη 10η εβδομάδα κύησης
- Υπερηχογράφημα 1ου τριμήνου και εξετάσεις βhCG και PAPP-A με αποτελέσματα που κατατάσσουν το έμβρυο σε μεσαίο ή υψηλό επίπεδο κινδύνου.
- Προηγούμενη κύηση με έμβρυο με μεγάλη πιθανότητα ανευπλοειδίας
- Οικογενειακό ιστορικό γέννησης παιδιού με γενετική ανωμαλία
- Κύηση υψηλού κινδύνου στην οποία δεν ενδείκνυται επεμβατικός έλεγχος λόγω αυξημένης πιθανότητας αποβολής
Δημιουργία γαμετών με μη φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων και σχηματισμός εμβρύου με ανευπλοειδία
Το DNA των ευκαρυωτικών κυττάρων αναδιπλώνεται με τη βοήθεια πρωτεϊνών και σχηματίζει δομές που ονομάζονται χρωμοσώματα.
Στον πυρήνα κάθε σωματικού κυττάρου του ανθρώπου εδράζονται 23 ζεύγη ομόλογων χρωμοσωμάτων (46 χρωμοσώματα). Σε κάθε ζεύγος χρωμοσωμάτων, το ένα είναι μητρικής και το άλλο πατρικής προέλευσης. Έτσι λοιπόν, στα σωματικά κύτταρα υπάρχουν 2 αντίγραφα της γενετικής πληροφορίας -διπλοειδές κύτταρο.
Κατά τη δημιουργία γαμετών (ωάρια, σπερματοζωάρια), τα 46 χρωμοσώματα των πρώιμων γεννητικών κυττάρων διπλασιάζονται και σε κάθε χρωμόσωμα πλέον υπάρχουν 2 αδερφές χρωματίδες. Στη συνέχεια, τα κύτταρα αυτά υφίστανται 2 διαδοχικές μειωτικές διαιρέσεις. Στην πρώτη μειωτική διαίρεση διαχωρίζονται τα (διπλασιασμένα) ομόλογα χρωμοσώματα και έπειτα στη δεύτερη μειωτική διαίρεση διαχωρίζονται οι αδερφές χρωματίδες κάθε χρωμοσώματος. Τελικά, από κάθε πρώιμο γεννητικό κύτταρο, έχουμε το σχηματισμό 4 γαμετών (απλοειδή κύτταρα) οι οποίοι περιέχουν ένα αντίγραφο της γενετικής πληροφορίας, 23 χρωμοσώματα.
Αν γίνει κάποιο λάθος κατά την πρώτη ή τη δεύτερη μειωτική διαίρεση και δε συμβεί διαχωρισμός κάποιου ομόλογου χρωμοσώματος ή των αδελφών χρωματίδων, τότε θα προκύψουν γαμέτες με 2 αντίγραφα κάποιου χρωμοσώματος (24 χρωμοσώματα αντί για 23) και κάποιοι γαμέτες δε θα έχουν κανένα αντίγραφο κάποιου χρωμοσώματος (22 χρωμοσώματα αντί για 23)
Κατά τη γονιμοποίηση ενός φυσιολογικού ωαρίου (23 χρωμοσώματα) από ένα φυσιολογικό σπερματοζωάριο (23 χρωμοσώματα), δημιουργείται το πρώτο κύτταρο ενός ανθρώπινου οργανισμού το οποίο στον πυρήνα του θα περιέχει 23 ζεύγη ομόλογων χρωμοσωμάτων, 46 χρωμοσώματα.
Στην περίπτωση όμως που ένας από τους δύο γαμέτες (ωάριο ή σπερματοζωάριο), έχει μη φυσιολογικό αριθμό χρωμοσωμάτων – λόγω του μη διαχωρισμού των ομολόγων χρωμοσωμάτων η των αδερφών χρωματίδων κατά τη μειωτική διαίρεση – τότε θα έχουμε τη δημιουργία ζυγωτού με ανευπλοειδία. Δηλαδή θα υπάρχουν 3 αντί για 2 αντίγραφα κάποιου χρωμοσώματος. Για παράδειγμα, στο Σύνδρομο Down (τρισωμία 21) υπάρχουν 3 αντίγραφα του 21ου χρωμοσώματος.
Η πιο συχνή αιτία δημιουργίας εμβρύου με ανευπλοειδία είναι ο μη διαχωρισμός χρωμοσωμάτων κατά τη μειωτική διαίρεση. Υπάρχουν βέβαια και άλλες, λιγότερο συχνές αιτίες, όπως για παράδειγμα μη διαχωρισμός χρωμοσωμάτων μετά τη δημιουργία ζυγωτού σε κάποια μιτωτική διαίρεση.
Οι περισσότερες ανευπλοειδίες δεν είναι βιώσιμες, δηλαδή σε κάποιο στάδιο της κύησης θα γίνει αποβολή του εμβρύου. Το 95% των βιώσιμων ανευπλοειδιών περιλαμβάνουν τις τρισωμίες Τ21 (Σύνδρομο Down), Τ13 (Σύνδρομο Patau), Τ18 (Σύνδρομο Edwards), ΧΧΥ (Σύνδρομο Kleinefelter) , ΧΧΧ (Σύνδρομο τριπλού Χ) και τη μονοσωμία ΧΟ (Σύνδρομο Turner).