Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική διαταραχή κατά την οποία η γλυκόζη που προσλαμβάνεται μέσω της τροφής και κυκλοφορεί στο αίμα, δεν μπορεί να εισέλθει στα κύτταρα του οργανισμού. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω μειωμένης  έκκρισης ινσουλίνης είτε λόγω αντίστασης των κυττάρων στην ινσουλίνη με αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.

 

Ο ρόλος της ινσουλίνης στη ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα

Τα μόρια γλυκόζης που προκύπτουν  από τη διάσπαση των υδατανθράκων που προσλαμβάνουμε μέσω της τροφής, απελευθερώνονται στην κυκλοφορία του αίματος. Όταν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα αυξηθούν, διεγείρεται η παραγωγή ινσουλίνης από τα B-κύτταρα του παγκρέατος. Η ορμόνη αυτή ενεργοποιεί διαμεμβρανικούς υποδοχείς των κυττάρων και προκαλείται διάνοιξη των διαύλων ώστε να μπορέσουν τα μόρια γλυκόζης να εισέλθουν στα κύτταρα και να μεταβολιστούν για παραγωγή ενέργειας ή να αποθηκευτούν με τη μορφή γλυκογόνου για μελλοντική χρήση.

 

Φυσιολογική αύξηση γλυκόζης – φυσιολογική μείωση γλυκόζης

Φυσιολογική αύξηση της γλυκόζης παρατηρείται μετά από γεύμα και κατά την πέψη, σε περιπτώσεις stress, μετά από σωματική άσκηση ακόμη και σε νόσους χωρίς ΣΔ όπως πυρετό, πνευμονία, έμφραγμα του μυοκαρδίου, αφυδάτωση ή σε κυήσεις που συνοδεύονται από εμέτους.

Φυσιολογική ελάττωση γλυκόζης παρατηρείται μετά από παρατεταμένη νηστεία, υποσιτισμό, κατά την περίοδο της κύησης και της γαλουχίας. Σε νεογνά με ελαττωμένο σωματικό βάρος, πρόωρα νεογνά, νεογνά από σακχαροδιαβητική μητέρα.

 

Τύποι Σακχαρώδη Διαβήτη

Σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι ή ινσουλινοεξαρτώμενος

Αφορά το 5-10% των περιπτώσεων σακχαρώδη διαβήτη και εμφανίζεται σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες (<30 ετών αλλά και σε οποιαδήποτε ηλικία) με φυσιολογικό βάρος. Τα Β-κύτταρα του παγκρέατος δεν παράγουν καθόλου ινσουλίνη ή παράγουν πολύ λίγο. Για το γεγονός αυτό ευθύνονται κυρίως ανοσολογικοί παράγοντες (αυτοάνοση καταστροφή β κυττάρων του παγκρέατος) ενώ σπανιότερα είναι ιδιοπαθής. Ο τύπος αυτός έχει χαρακτηριστεί ως ινσουλινοεξαρτώμενος διότι στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 είναι απαραίτητη η χορήγηση ινσουλίνης για να ρυθμιστεί το σάκχαρο στο αίμα τους.

 

Σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ

O σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ (80-90%) αφορά κυρίως ενήλικες με αυξημένο σωματικό βάρος και συχνά κληρονομικούς – οικογενειακούς παράγοντες. Στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, τα Β-κύτταρα του παγκρέατος παράγουν ινσουλίνη αλλά  τα κύτταρα του σώματος εμφανίζουν ‘’αντίσταση’’ στην ινσουλίνη -ως αποτέλεσμα γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων- χωρίς ανοσολογική καταστροφή των β κυττάρων του παγκρέατος. Η παραχθείσα ινσουλίνη δεν είναι ικανή να προκαλέσει διάνοιξη των κυτταρικών διαύλων ώστε να εισέλθουν τα μόρια γλυκόζης στα κύτταρα. Το γεγονός αυτό ωθεί τα Β-κύτταρα του παγκρέατος να παράγουν μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης σαν αντιρροπιστικό μέτρο στο πρόβλημα της ινσουλινοαντίστασης. Ωστόσο, στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, ο ρυθμός θανάτου των Β παγκρεατικών κυττάρων είναι μεγαλύτερος από το ρυθμό σχηματισμού νέων. Έτσι, ολοένα και μειώνεται η παραγωγή ινσουλίνης και σε συνδυασμό με την ινσουλινοαντίσταση ο ασθενής τελικά εκδηλώνει Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ.

H διάγνωση πολλές φορές καθυστερεί και γίνεται με αφορμή κάποια επιπλοκή του ΣΔ ή από τυχαίο έλεγχο. Συχνά αρκεί σωστή διατροφή και άσκηση αν και μερικοί θα χρειαστούν φαρμακευτική αγωγή  per os και κάποιοι θα καταλήξουν σε αγωγή με ινσουλίνη.

 

Ομάδες υψηλού κινδύνου εκδήλωσης σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ

Η γενετική επιρροή είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου εκδήλωσης σακχαρώδη διαβήτη. Έτσι, άτομα με οικογενειακό ιστορικό διαβήτη ανήκουν στις ομάδες ατόμων υψηλού κινδύνου.

Διατροφή πλούσια σε λιπαρά και ζάχαρη, μειωμένη σωματική δραστηριότητα και  παχυσαρκία αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη.

 

Σακχαρώδης διαβήτης LADA 1.5 (Latent autoimmune diabetew of adulthood)

Είναι μια σταδιακά αναπτυσσόμενη μορφή αυτοάνοσου διαβήτη. Αντίθετα με το Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου Ι, αυτός ο τύπος διαβήτη εμφανίζεται μετά την ηλικία των 30 ετών. Σε αρχικά στάδια της νόσου -όπου τα κύτταρα του παγκρέατος παράγουν ινσουλίνη- αντιμετωπίζεται με σωστή διατροφή, άσκηση και φάρμακα. Σε μεταγενέστερο στάδιο, τα κύτταρα του παγκρέατος αδυνατούν να παράγουν ινσουλίνη συνεπώς η αντιμετώπιση γίνεται με χορήγηση ινσουλίνης.

 

Σακχαρώδης διαβήτης της κύησης

Εκδηλώνεται στο 5% των κυήσεων. Έκφραση διαφόρων αυξητικών παραγόντων και έκκριση ορμονών από τον πλακούντα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, προκαλούν ινσουλινοαντίσταση στα κύτταρα της μητέρας με αποτέλεσμα η γλυκόζη να απορροφάται κυρίως από τα κύτταρα του αναπτυσσόμενου εμβρύου. Το φαινόμενο αυτό ενδέχεται να προκαλέσει αύξηση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα των εγκύων. Τις περισσότερες φορές, μετά τη γέννηση το σάκχαρο στο αίμα επιστρέφει στα φυσιολογικά επίπεδα. Παρόλα αυτά, οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη κύησης έχουν αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ στο μέλλον.

 

Συμπτώματα Σακχαρώδη Διαβήτη

Λόγω της  προσπάθειας των νεφρών να αποβάλλουν την περίσσεια γλυκόζης που κυκλοφορεί στο αίμα, παράγεται μεγαλύτερη ποσότητα ούρων και συνεπώς ο ασθενής έχει αυξημένη συχνότητα ούρησης. Για να αναπληρωθούν τα υγρά που χάνονται με αυτόν τον τρόπο, οι ασθενείς νιώθουν έντονη δίψα.

Ένα άλλο σύμπτωμα του σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ είναι η έντονη κούραση λόγω του ότι τα μυϊκά κύτταρα δεν απορροφούν αρκετή ποσότητα γλυκόζης την οποία θα χρησιμοποιούσαν ως καύσιμο για παραγωγή ενέργειας.

Σε βάθος χρόνου, τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα καταστρέφουν τα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων και δημιουργούνται προβλήματα όπως θολή όραση, απώλεια μυϊκού ιστού, πτώση της άμυνας του οργανισμού, αργή επούλωση τραυμάτων και εκδορών κ.α.

 

Διάγνωση Σακχαρώδη Διαβήτη

Μέτρηση σακχάρου στο αίμα μετά από νηστεία

Τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μπορούν πολύ εύκολα να προσδιοριστούν με μία απλή εξέταση αίματος. Η φυσιολογική τιμή σακχάρου στο αίμα, μετά από 12-14 ώρες νηστείας, είναι μικρότερη από 110mg/dl. Συνήθως η τιμή της γλυκόζης δεν πέφτει κάτω από 70-80 mg/dl ενώ τιμές <50 mg/dl θωρούνται μη φυσιολογικές. Το όριο αυτό για τα πρόωρα νεογνά είναι 20mg/dl και για τα τελειόμηνα 30mg/dl.

 

Μέτρηση Γλυκοζυλιωμένης Αιμοσφαιρίνης

Η γλυκόζη αντιδρά αυτόματα και μη ενζυμικά με πρωτεΐνες. Μία από αυτές είναι η αιμοσφαιρίνη HbA η οποία γλυκοζυλιώνεται σχηματίζοντας τη σταθερή HbA1. Η αιμοσφαιρίνη αυτή αποτελείται από τα κλάσματα HbA1a, HbA1b και HbA1c. To τελευταίο είναι και το μεγαλύτερο κλάσμα (70%).  Η ταχύτητα σχηματισμού της HbA1c εξαρτάται από τη συγκέντρωση της γλυκόζης. Ο σχηματισμός της είναι πρακτικά μη αναστρέψιμος και παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του ερυθροκυττάρου. Έτσι επειδή η γλυκοζυλίωση δεν είναι στατική στα ερυθρά, ξεκινά και αυξάνεται και το δείγμα περιέχει ερυθρά ποικίλης ηλικίας, θεωρούμε ότι το ποσό της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης που περιέχεται στα ερυθροκύτταρα αντικατοπτρίζει τη μέση τιμή των επιπέδων γλυκόζης κατά τους προηγούμενους 2-3 μήνες (χρόνος ζωής ερυθροκυττάρου). Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία η φυσιολογική τιμή της HbA1cείναι 3-6% και η συνολική HbA1 είναι 5-8%. H τιμή αυτή αυξάνεται στο ΣΔ αλλά και με την ηλικία.

 

Δοκιμές ανοχής στη γλυκόζη

Ο υγιής ενήλικας ανέχεται φόρτιση με γλυκόζη χωρίς μεγάλη αύξηση της και χωρίς γλυκοζουρία με αντιρρόπηση της κατάστασης σε περίπου 2 ώρες.

  • Δοκιμή φόρτισης per os με γλυκόζη
    Ο ασθενής ακολουθεί συγκεκριμένη δίαιτα πλούσια σε υδατάνθρακες για 3 ημέρες, χωρίς λήψη φαρμακευτικών σκευασμάτων, η οποία ακολουθείται από νηστεία 8-16 ωρών. Το επόμενο πρωί γίνεται αιμοληψία και αμέσως ο ασθενής λαμβάνει γλυκόζη περίπου 1gr/kg. Ακολουθούν αιμοληψίες σε χρόνους που ορίζονται από το θεράποντα ιατρό σας και δείγμα ούρων προ και μετά τη λήψη γλυκόζης. Φυσιολογικά αναμένουμε αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου την πρώτη ώρα και αντιρρόπηση της κατάστασης σε περίπου 2 ώρες.
    Η δοκιμασία αυτή αντενδείκνυται σε ασθενείς με σύνδρομο δυσαπορρόφησης, σε γνωστό ΣΔ, σε προηγηθέν χειρουργείο του γαστρεντερικού
  • Δοκιμή ενδοφλέβιας φόρτισης με γλυκόζη
    Η δοκιμή αυτή πραγματοποιείται όταν δεν μπορεί να γίνει η δοκιμή με λήψη γλυκόζης από το στόμα  όπως σε σύνδρομο δυσαπορρόφησης, ορμονικές διαταραχές κ.α.
  • Δοκιμή μετά από γεύμα
    Φυσιολογικά μετά από υδαττανθρακικό γεύμα το σάκχαρο αυξάνεται με μέγιστο τις 2 ώρες. Είναι απλουστευμένη δοκιμασία ανοχής γλυκόζης κατά την οποία ο ασθενής και πάλι ακολουθεί υδαττανθρακική δίαιτα για τρεις ημέρες.

 

Μικρολευκωματινουρία διαβήτη

Φυσιολογικά απεκκρίνονται <150 mg πρωτεϊνών / 24ωρο από τα ούρα τα οποία αποτελούνται από αλβουμίνη (20-40%). Συνολικά η αλβουμίνη που απεκκρίνεται από τα ούρα δεν ξεπερνά τα 30mg/24ωρο. Τιμές αλβουμίνης μεταξύ 30-300 mg/24ωρο είναι αυξημένες αλλά χαμηλές -μικρολευκωματινουρία διαβήτη. Η μικρολευκωματινουρία σε ασθενείς με ΣΔ πρέπει να ελέγχεται γιατί αποτελεί δείκτη αρχόμενης διαβητικής νεφροπάθειας.

 

Η επίδραση της ινσουλίνης στην εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού

  • Πολλοί διαβητικοί εμφανίζουν Αρτηριακή Υπέρταση. Η ινσουλίνη αυξάνει την κατακράτηση νατρίου με αποτέλεσμα την αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
  • Υπό την επίδραση της ινσουλίνης το ήπαρ παράγει περισσότερη χοληστερόλη. Άτομα με ΣΔ έχουν επίσης αυξημένα επίπεδα χοληστερίνης.
  • Η ινσουλίνη προάγει τη φλεγμονή. Πόνος στις αρθρώσεις, αύξηση του σωματικού βάρους, κατακράτηση υγρών είναι μερικά από τα συνοδά συμπτώματα των ΣΔ ατόμων.
  • Στο γυναικείο πληθυσμό ειδικότερα υπό την επίδραση της ινσουλίνης αυξάνονται τα επίπεδα τεστοστερόνης στο αίμα. Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, με έκδηλη αραίωση μαλλιών και ανεπιθύμητη τριχοφυΐα, είναι συχνό σε γυναίκες με ΣΔ.
  • Από την άλλη μεριά άντρες με ΣΔ παράγουν υψηλότερα επίπεδα οιστρογόνων με αποτέλεσμα την εμφάνιση γυναικομαστίας, στυτική δυσλειτουργία και μειωμένη libido.
  • Υψηλά επίπεδα ινσουλίνης συμβάλλουν στην αύξηση σωματικού βάρους. Υπό την επίδραση της ινσουλίνης τα  μόρια γλυκόζης εισέρχονται στα κύτταρα και μεταβολίζονται με στόχο την παραγωγή ενέργειας ή για να αποθηκευτούν με τη μορφή γλυκογόνου για μελλοντική χρήση. Σε άτομα με ΣΔ εξαιτίας της αντίστασης στην ινσουλίνη η παραπάνω διαδικασία δεν είναι εφικτή.
  • Άτομα με ΣΔ εμφανίζουν υψηλά ποσοστά καρκίνου παχέος εντέρου και μαστού. Το σάκχαρο «τρέφει» αυτές τις μορφές καρκίνου παράλληλα η ινσουλίνη προάγει την κυτταρική διαίρεση τόσο των φυσιολογικών όσο και των καρκινικών κυττάρων.

 

Ο διαβήτης είναι μια ασθένεια που δεν θεραπεύεται. Σκοπός μας όμως είναι να αποτρέψουμε ή να ελαχιστοποιήσουμε τις επιπλοκές του, οι οποίες μπορεί να είναι πολύ σοβαρές όπως: τύφλωση, εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή νόσος, νεφρική ανεπάρκεια ή ακόμη και  ακρωτηριασμοί. Για να αποφύγει αυτές τις δυσάρεστες συνέπειες ένα άτομο με διαγνωσμένο ΣΔ θα πρέπει να τηρεί ένα ισορροπημένο πρόγραμμα διατροφής, να εισάγει την άσκηση στην καθημερινότητά του και φυσικά να ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού του όσον αφορά στη θεραπευτική αγωγή.