To κοινό κρυολόγημα ή ρινοφαρυγγίτιδα αποτελεί μία εξαιρετικά μεταδοτική νόσο του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος. Το κοινό κρυολόγημα έχει εποχικό χαρακτήρα, με τα περισσότερα περιστατικά να καταγράφονται τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες. Οι ρινοιοί είναι υπεύθυνοι για το 30-50% των περιπτώσεων κοινού κρυολογήματος, οι ιοί corona για το 10-30%. Άλλοι ιοί που μπορούν να προκαλέσουν κρυολόγημα είναι οι αδενοιοί, οι εντεροιοί, ο RSV ενώ ο ιός της γρίπης ευθύνεται για το 5-15% των περιπτώσεων. Λόγω του ότι ο ασθενής αναπτύσσει ανοσία μόνον στον ιό από τον οποίον προσβλήθηκε, είναι δυνατό να νοσήσει περισσότερες από μία φορές -από διαφορετικό κάθε φορά ιό-.
Οι παραπάνω ιοί μεταδίδονται είτε μέσω της εισπνοής σταγονιδίων που εκπέμπονται από μολυσμένο με τον ιό άτομο κατά την ομιλία, το βήχα, το φτάρνισμα είτε μέσω επαφής με μολυσμένα αντικείμενα. Η τήρηση των κανόνων υγιεινής, όπως το συχνό πλύσιμο χεριών, και ο σωστός αερισμός των κλειστών χώρων θα μας προφυλάξουν σε μεγάλο βαθμό από το να μολυνθούμε ενώ η υγιεινή διατροφή πλούσια σε βιταμίνες θα μας βοηθήσει να ενισχύσουμε το ανοσοποιητικό μας σύστημα.
Τα πιο κοινά συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος είναι ο βήχας, η ρινική καταρροή και ο πονόλαιμος. Οι ασθενείς επίσης παραπονούνται συχνά για μυϊκούς πόνους (μυαλγίες), αίσθημα κόπωσης και πονοκεφάλους. Τα βρέφη και τα παιδιά μπορούν επίσης να εκδηλώσουν πυρετό ενώ στους ενήλικες είναι ασυνήθης. Δε θα πρέπει να συγχέουμε το κοινό κρυολόγημα με τη γρίπη. Παρόλο που και οι δύο είναι ιώσεις του αναπνευστικού με παρόμοια συμπτώματα, εκείνα της γρίπης είναι πιο έντονα, εμφανίζονται πολύ πιο γρήγορα και έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Αντιθέτως ένα ποσοστό των ιών που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα μπορεί παρ’ όλα αυτά να μην παρουσιάσει συμπτώματα.
Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα του ασθενούς σε αντίθεση με τις βακτηριακές λοιμώξεις όπου εκτός από την κλινική εξέταση συνιστάται επιβεβαίωση της διάγνωσης -με απομόνωση του υπεύθυνου μικροοργανισμού με καλλιέργεια- πριν τη λήψη αντιβιοτικών.
Τα συμπτώματα συνήθως υποχωρούν μέσα σε 7-10 ημέρες, αν και μπορούν να διαρκέσουν μέχρι και 3 εβδομάδες. Η λήψη φαρμάκων όπως αναλγητικά ή αντιπυρετικά συμβάλει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων ενώ η ξεκούραση και η σωστή διατροφή βοηθούν στη γρήγορη ανάρρωση. Τα αντιβιοτικά δε βοηθούν στην αντιμετώπιση των ιογενών λοιμώξεων επειδή στοχεύουν στην καταπολέμηση των βακτηρίων και όχι των ιών. Άτομα ωστόσο με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, παιδιά, ηλικιωμένοι είναι πιθανό να προσβληθούν και από κάποιο μικρόβιο. Οι συνηθέστερες δευτερογενείς βακτηριακές λοιμώξεις είναι η φαρυγγίτιδα, η ωτίτιδα, η ιγμορίτιδα. Σε περίπτωση παραμονής των συμπτωμάτων ή επιδείνωσης τους επιβάλλεται η επανεξέταση από το θεράποντα ιατρό για τη διάγνωση και έγκαιρη αντιμετώπιση πιθανών επιπλοκών με την κατάλληλη αντιβιοτική αγωγή.